ἀπονίπτεσθαι

ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίπτεσθαι, ἀπονίψατε: see ἀπονίζω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπονίπτεσθαι — ἀπονίζω wash off pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονίπτω — κ. νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. νίζω) ξεπλένω νεοελλ. λούζω κάποιον σε τακτή μέρα αρχ. 1. αφαιρώ με πλύσιμο 2. ( ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”